
Θα πούμε μερικά πράγματα περί χρηματιστηρίου και κατόπιν θα δούμε την περίπτωση του ελληνικού χρηματιστηρίου. Το χρηματιστήριο παράγει πράγματι πλούτο. Όμως, αυτός ο πλούτος δεν παράγεται ως δια μαγείας κι ούτε βέβαια παράγεται με τους ρυθμούς που ευνοούν τους επενδυτές της καθημερινής “αρπαχτής”. Μέσα στο χρηματιστήριο ο πλούτος παράγεται με δύο διαφορετικούς τρόπους, εξαιτίας δύο διαφορετικών τύπων κεφαλαίου. Ο πρώτος τρόπος — που είναι και ο βασικός — είναι αυτός όπου ο επενδυτής αγοράζει μετοχές εταιρειών και συμμετέχει στα κέρδη τους. Ο δεύτερος είναι αυτός όπου ο επενδυτής —για κάποιους λόγους που θα δούμε παρακάτω — “μετακινείται” από μετοχή σε μετοχή, εισπράττοντας κέρδος. Ο πρώτος τρόπος αποδίδει κέρδος εξαιτίας του κεφαλαίου της εταιρείας της οποίας ο επενδυτής έχει μετοχές, ενώ ο δεύτερος τρόπος αποδίδει κέρδος εξαιτίας της “ευφυίας” και της γνώσης του επενδυτή. Στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο είναι το εργοστάσιο στο οποίο επένδυσε ο επενδυτής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το κεφάλαιο είναι το “μυαλό” του επενδυτή.
Θα εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά, για να δούμε τι συμβαίνει και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση το κέρδος που εισπράττει ο επενδυτής με την εισαγωγή του στο χρηματιστήριο παράγεται με τον ρυθμό που παράγει κέρδος η εταιρεία της οποίας αυτός ο επενδυτής έχει μετοχές. Είναι δυνατόν, αν αυτή η εταιρεία δεν έχει κέρδος, να μην υπάρχει καθόλου κέρδος και για τον επενδυτή. Η μετοχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μερίδιο κεφαλαίου. Μπορεί, δηλαδή, να έχει αποτιμηθεί η αξία της σε χρήμα, αλλά αυτή καθ’ αυτή η μετοχή δεν είναι χρήμα. Από αυτήν την ιδιαιτερότητα ξεκινάει η παρανόηση για το χρηματιστήριο. Η μετοχή είναι κεφάλαιο και όχι τραπεζογραμμάτιο. Το ότι έχει μια αποτιμημένη αξία, δεν σημαίνει ότι αυτός που την κατέχει μπορεί ανά πάσα στιγμή να εισπράξει την αξία αυτή. Δεν είναι πλούτος, που, κάθε φορά που πηγαίνεις στην τράπεζα, μπορείς να τον εισπράξεις στο σύνολό του. Η αξία που βλέπει κάποιος στις χρηματιστηριακές λίστες είναι ενδεικτική, όπως συμβαίνει με όλες τις περιπτώσεις του κεφαλαίου. Είναι σαν να λέμε …”μην έρχεσαι να συζητήσουμε για αγορά η πώληση, αν δεν έχεις περίπου αυτά τα χρήματα”. Πηγαίνει κανένας να διαπραγματευτεί την αγορά ενός διαμερίσματος, έχοντας στην τσέπη του ένα χιλιάρικο; Όλοι γνωρίζουν πού περίπου κυμαίνονται οι τιμές των διαμερισμάτων και μόνον όταν πλησιάζουν τις τιμές αυτές μπαίνουν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Αυτές οι γνώσεις των τιμών, για το πού περίπου κυμαίνεται μια αξία, είναι η χρηματιστηριακή αξία που έχει μια μετοχή.
Αυτός ο προσδιορισμός της αξίας τής κάθε μετοχής είναι οι τιμές που αναγράφονται στους χρηματιστηριακούς πίνακες. Αυτός ο προσδιορισμός είναι αποτέλεσμα της δυναμικής της αγοράς, που έχει σχέση με τη ζήτηση και την προσφορά. Είναι μια οριακή τιμή, που πάνω απ’ αυτήν δεν συμφέρει ν’ αγοράσεις, ενώ κάτω απ’ αυτήν συμφέρει. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις αγοροπωλησίες και δεν αφορά μόνον τις μετοχές. Ένα συγκεκριμένο διαμέρισμα, για παράδειγμα, είναι ακριβό για πενήντα εκατομμύρια και φθηνό για τριάντα. Το διαμέρισμα είναι πάντα το ίδιο και δεν αλλάζει χαρακτηριστικά. Αυτό που αλλάζει είναι το ενδιαφέρον του κόσμου να το αποκτήσει. Δεν είναι το διαμέρισμα ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών που, είτε υπάρχει ζήτηση είτε όχι, διατηρεί την ίδια αξία. Δεν πάει κάποιος στο περίπτερο να “πουλήσει” το χιλιάρικο για ν’ “αγοράσει” κάποιο άλλο προϊόν και ο περιπτεράς να το αξιολογεί στις εξακόσιες δραχμές. Δεν θα του πει ποτέ ο περιπτεράς ότι διαθέτει χιλιάρικα άφθονα και ότι δεν τον ενδιαφέρουν στην τιμή που αναγράφεται πάνω τους. Όπου και να πας με ένα χιλιάρικο η αξία του είναι η ίδια και καθορίζεται από άλλους παράγοντες, που δεν έχουν σχέση με την ίδια την πράξη της συναλλαγής.
Αυτό που ο αναγνώστης πρέπει να καταλάβει είναι ότι η μετοχή δεν είναι τραπεζογραμμάτιο. Η μετοχή είναι κεφάλαιο και η αξία του είναι άμεσα εξαρτώμενη από την αγορά. Μπορεί, αν υπάρχει “ζήτηση”, ν’ ανέβει, ενώ, αν δεν υπάρχει ζήτηση, να “πέσει”. Το ότι έχει κάποιος ένα οικόπεδο στη Σαντορίνη και η αξία του έχει αποτιμηθεί σε κάποια εκατομμύρια, δεν σημαίνει ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή και να τα εισπράξει. Αν υπάρχουν πολλοί αγοραστές που επιθυμούν να τ’ αποκτήσουν, μπορεί ο κάτοχός του να εισπράξει παραπάνω από την ενδεικτική του αξία, ενώ, αν δεν υπάρχουν κι αυτός “καίγεται” για ρευστό, θα πρέπει να ρίξει την αξία του. Το γεγονός, δηλαδή, ότι αυτό που κατέχεις έχει αναμφισβήτητη αξία, δεν σημαίνει ότι μπορείς πάντα να εισπράξεις και την αξία αυτή. Αν έχεις ένα πανάκριβο αυτοκίνητο και βρίσκεσαι στην έρημο έτοιμος να πεθάνεις από τη δίψα, το αυτοκίνητο μπορεί εκείνη τη δεδομένη στιγμή να έχει μικρότερη αξία από ένα ποτήρι νερό. Μπορεί αυτός που διαθέτει αυτό το ποτήρι, αν το πουλήσει, να εισπράξει παραπάνω χρήματα από κάποιον άλλο που την ίδια στιγμή πουλάει ένα αυτοκίνητο. Η αξία δηλαδή του κεφαλαίου που αποτιμάται είναι πάντα ενδεικτική και όχι απόλυτη.
Κάτι ανάλογο είναι και οι μετοχές. Είναι κεφάλαιο, όπως είναι ένα χωράφι ή ένα εργοστάσιο. Είναι, δηλαδή, σαν να τεμαχίζουμε ένα χωράφι σε πολλά όμοια κομμάτια και η κάθε μετοχή να είναι ένα κομμάτι αυτού του χωραφιού. Η μετοχή, εφόσον είναι κεφάλαιο, έχει τις ιδιότητες του κεφαλαίου. Συνδέεται άμεσα κι απόλυτα μόνον με την παραγωγή και όχι με το κέρδος και άρα τον πλούτο. Το κέρδος συνδέεται με την αγορά κι εμφανίζεται μόνον όταν αυτή η παραγωγή πουλιέται. Αυτό το σημείο είναι πολύ λεπτό κι ο αναγνώστης πρέπει να το προσέξει. Το ότι υπάρχει παραγωγή, δεν σημαίνει ότι απαραίτητα πρέπει να υπάρχει και κέρδος. Αν επενδύσεις και άρα αν αγοράσεις κομμάτι χωραφιού που παράγει “γαϊδουράγκαθα”, δεν σημαίνει ότι έχεις κέρδος. Έχεις παραγωγή, αλλά αυτή η παραγωγή, επειδή δεν μπορεί να πουληθεί, δεν μπορεί και ν’ αποδώσει κέρδος. Το ότι έχει κάποιος μετοχές, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτές είναι και κερδοφόρες. Είναι κερδοφόρες μόνον όταν το προϊόν, που παράγεται από το κεφάλαιο το οποίο αυτές αντιπροσωπεύουν, έχει ζήτηση στην αγορά. Το μόνο βέβαιο, δηλαδή, είναι ότι, όποιος έχει τις πιο πολλές μετοχές και άρα κομμάτια “χωραφιού”, έχει και το μεγαλύτερο ποσοστό στο παραγόμενο προϊόν.
Γνωρίζοντας κάποιος τα όσα αναφέραμε περί κεφαλαίου και πλούτου, μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι το χρηματιστήριο. Το χρηματιστήριο είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος που έχει χρήματα —και άρα πλούτο— μπορεί να έρθει σ’ επαφή με το κεφάλαιο και ν’ αγοράσει κάποιο μερίδιό του. Μέσα στο χρηματιστήριο υπάρχουν διαθέσιμα και προς πώληση μερίδια απ’ όλων των ειδών τα “χωράφια” της παραγωγής. Υπάρχουν μερίδια από “χωράφια” που παράγουν προϊόντα με μεγάλη ζήτηση, με μικρή ζήτηση, αλλά και “χωράφια” που παράγουν προϊόντα με καθόλου ζήτηση. Αυτή η ζήτηση είναι που καθορίζει και την ειδική αξία των μετοχών. Η ζήτηση είναι αυτή που συνδέει την παραγωγή με το κέρδος. Η ζήτηση είναι αυτή η οποία δίνει αξία στη μετοχή η οποία με τη σειρά της δίνει το μερίδιο στην παραγωγή. Μετοχή —και άρα μερίδιο “χωραφιού”— που παράγει ένα εξαιρετικά εμπορικό προϊόν, είναι ακριβή μετοχή. Μετοχή —και άρα μερίδιο “χωραφιού”— που παράγει “γαϊδουράγκαθα” και δωρεάν να στη δίνουν δεν έχει αξία να την πάρεις.
Όπως κανένας δεν πηγαίνει στην έρημο για ν’ αγοράσει και να περιφράξει χωράφι, έτσι και κανένας δεν πηγαίνει ν’ αγοράσει μια μετοχή μιας εταιρείας που δεν παράγει τίποτε κι ακόμα χειρότερα όταν παράγει ένα προϊόν και δεν μπορεί να το πουλήσει. Η δεύτερη περίπτωση μάλιστα είναι χειρότερη, γιατί, όταν παράγεις, χωρίς να πουλάς, όχι μόνο δεν έχεις κέρδος, άλλα έχεις ζημιές. Το γεγονός ότι η έρημος, που δεν παράγει απολύτως τίποτε, είναι γη, δεν σημαίνει ότι είναι πολύτιμο χωράφι. Το γεγονός ότι ένα χωράφι παράγει με τρομερά έξοδα “γαϊδουράγκαθα”, δεν σημαίνει ότι είναι κι αυτό ένα χωράφι όμοιο με τα υπόλοιπα, που κι αυτά έχουν έξοδα παραγωγής. Όλα αυτά σημαίνουν το εξής απλό: Το ότι μια μετοχή είναι στο χρηματιστήριο, δεν σημαίνει ότι έχει κι αξία.
Από αυτό το σημείο ξεκινάει ο επενδυτής και αρχίζει κι επενδύει με βάση τη γνώση του. Η μετοχή υπάρχει στο χρηματιστήριο όπως υπάρχουν τα χωράφια στην αγορά. Όπως υπάρχουν στην κτηματαγορά χρήσιμα κι άχρηστα χωράφια, έτσι υπάρχουν και στο χρηματιστήριο χρήσιμες κι άχρηστες μετοχές. Κανένας δεν αποκλείει την έρημο από την κτηματαγορά. Αν κάποιος θέλει ν’ αγοράσει έρημο, μπορεί ελεύθερα να το κάνει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις μετοχές του χρηματιστηρίου. Το μόνο που διαφέρει ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις είναι ότι, επειδή στον δευτερογενή τομέα της παραγωγής τα πράγματα δεν είναι το ίδιο ευδιάκριτα με τη γη, υπάρχουν νόμοι που υποχρεώνουν τους ιδιοκτήτες αυτών των μετοχών να δηλώνουν με στοιχεία αν το κεφάλαιό τους είναι γόνιμο “χωράφι” ή “έρημος”. Ο επενδυτής, έχοντας αυτά τα στοιχεία στη διάθεσή του, αποφασίζει τι πρέπει να κάνει. Θέλει γνώση για να μην “πέσεις” στις “έρημους” που παράγουν τα “γαϊδουράγκαθα” της παραγωγής. Θέλει γνώση, γιατί αυτοί που έχουν μετοχές-κομμάτια από αυτού του είδους τα “χωράφια” που παράγουν “γαϊδουράγκαθα”, θέλουν να τα ξεφορτωθούν και ψάχνουν αφελείς. Θέλουν να πάρουν πίσω τα χρήματα που κάποτε έδωσαν για ν’ αγοράσουν κομμάτια από ένα “χωράφι” που η παραγωγή του δεν αποδίδει κέρδος. Θέλουν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω, γιατί αχρηστεύονται στην άσχετη και λανθασμένη επένδυσή τους.
Η πρώτη γνώση που χρειάζεται ο επενδυτής είναι να γνωρίζει ποια “χωράφια” έχουν μια σταθερή απόδοση κέρδους που τον ευνοεί. Αν αυτό το κέρδος είναι μικρότερο από τα τραπεζικά επιτόκια, δεν συμφέρει να μπει κάποιος στο χρηματιστήριο. Δεν συμφέρει καί να ρισκάρεις καί να έχεις χαμηλότερη απόδοση από το σίγουρο τραπεζικό επιτόκιο. Αυτή είναι η βασική γνώση και αυτή είναι αναγκαία να την κατέχει ο επενδυτής. Το κράτος, επειδή θέλει να προστατέψει αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα του επενδυτή, αναγκάζει το σύνολο των εισαγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών να προσφέρουν το σύνολο των οικονομικών τους στοιχείων στη διάθεση του επενδυτή· το σύνολο των στοιχείων που χρειάζεται ο επενδυτής για να ελέγξει την εταιρεία. Δεν επιτρέπει το κράτος να παρουσιάζουν κάποιοι πονηροί τα χωράφια με τα “γαϊδουράγκαθα” σαν χωράφια ανεκτίμητης αξίας. Το κράτος αναγκάζει την κάθε εταιρεία που είναι εισαγμένη στο χρηματιστήριο να παρέχει ό,τι στοιχείο χρειάζεται ο επενδυτής, για ν’ αποφύγει τους πονηρούς που κατέχουν μερίδια απ’ αυτά τα χωράφια. Ο επενδυτής γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την παραγωγή τής προηγούμενης χρονιάς, τα κέρδη από τις πωλήσεις και άρα το μερίδιο κέρδους που αντιστοιχεί στη μετοχή και το οποίο ονομάζεται “μέρισμα”.
Αρκεί να γνωρίζει κάποιος αυτό το μέρισμα και βάση αυτού επενδύει. Βάση αυτού αξιολογεί ο ίδιος την αξία της μετοχής. Σκέφτεται αν τον συμφέρει να την αγοράσει στην τιμή που πουλιέται ή όχι. Το μέρισμα είναι αυτό το οποίο συγκρίνει με τα επιτόκια των τραπεζών και από τη σταθερότητά του στο χρόνο αποφασίζει αν θα “μπει” ή όχι στο χρηματιστήριο. Το μέρισμα όμως υπό τη γενική του έννοια και όχι υπό τη στενή, που αφορά το χρήμα που αποδίδεται κάθε χρόνο στον επενδυτή ως κέρδος. Μέσα στο μέρισμα εμπεριέχονται και τα χρήματα που θα επανεπενδύσει η εταιρεία για να επεκταθεί και βέβαια αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μεγαλώσει με τα δικά της κέρδη τη δική της αξία. Όπως κάποιος δεν εισπράττει σε ετήσια βάση τα τραπεζικά επιτόκια, παρά τα αφήνει ν’ αυξάνουν το κεφάλαιό του, έτσι συμβαίνει και με τα μερίσματα, που ένα μέρος τους το επανεπενδύει ή ίδια η εταιρεία.
Αν καταλάβει ο αναγνώστης τα όσα είπαμε μέχρι εδώ, μπορεί να καταλάβει τη λογική του χρηματιστηρίου, τον λόγο που αυτό είναι χρήσιμο να υπάρχει, αλλά και τον τύπο των ανθρώπων που αφορά και ονομάζονται “επενδυτές”. Το χρηματιστήριο δεν δημιουργήθηκε για να επιτελεί κοινωνικό έργο και να συντελεί στην πιο δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Το χρηματιστήριο δημιουργήθηκε, γιατί οι ανάγκες της παραγωγής απαιτούν επενδύσεις και οι κεφαλαιοκράτες δεν είναι πάντα σε θέση να τις πραγματοποιήσουν μόνοι τους. Όταν ένας κεφαλαιοκράτης θέλει να επεκτείνει την παραγωγή του, αναζητά χρηματοδότηση. Επειδή δεν επιθυμεί τον “δήμιο” που λέγεται “τραπεζικό δάνειο”, “μπαίνει” στο χρηματιστήριο. Εκεί αναζητά συνεταίρους που θα τον χρηματοδοτήσουν στην επένδυσή του. Αυτός θα τους εξηγήσει το επενδυτικό του πρόγραμμα και άρα το νέο εργοστάσιο που θα “χτίσει”. Θα τους εξηγήσει τους λόγους που το κάνει και τους λόγους που αυτοί έχουν συμφέρον να συμμετάσχουν στην προσπάθειά του. Αυτοί του δίνουν χρήματα κι αυτός τους δίνει “κομμάτια” από το “νέο” εργοστάσιό του. Αυτή η δραστηριότητα είναι απόλυτα υγιής και συμφέρει τους πάντες.
Συμφέρει τον εργοστασιάρχη, γιατί αντλεί χρήματα από την αγορά, χωρίς να έχει τον εφιάλτη της τράπεζας. Με τους μετόχους συνεταίρους του μοιράζεται μεν τα κέρδη, αλλά στη ζημιά δεν καταστρέφεται. Οι μέτοχοι δεν είναι σαν την τράπεζα που, είτε κερδίζει κάποιος είτε χάνει, απαιτεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία το ίδιο ποσό προσαυξημένο με τα επιτόκια δανεισμού. Οι μέτοχοι δεν είναι τράπεζα, που, μόλις ο βιομήχανος βρεθεί σε δύσκολη θέση, θα του πάρει το “κεφάλι”. Αυτή η δραστηριότητα συμφέρει και τους μετόχους, γιατί μεγιστοποιούν την αξία των χρημάτων τους με μια καλή μετοχή. Μοιράζονται με τα λίγα ή τα πολλά χρήματά τους τη μοίρα, την τύχη, αλλά και τα κέρδη ενός ευφυή και ισχυρού βιομηχάνου.
Είναι μεγάλη υπόθεση να σου δίνεται η ευκαιρία να “παίξεις” πάνω στο παιχνίδι κάποιου αποδεδειγμένα μεγάλου “παίχτη” της οικονομίας. Είναι σαν να πηγαίνεις σε ένα καζίνο, που δεν μπορείς από μόνος σου να πιάσεις “καρέκλα”, αλλά σου επιτρέπεται να παρατηρείς τους παίχτες και να “παίζεις” πάνω τους. Οι μέτοχοι σ’ αυτήν την περίπτωση ρισκάρουν μεν, αλλά σε περίπτωση επιτυχίας έχουν απόδοση κέρδους ανάλογη του βιομηχάνου. Με τα χρήματα που είχαν, αλλά και τη δική τους γνώση, δεν θα μπορούσαν να χτίσουν δικό τους εργοστάσιο για να επιτύχουν αυτήν την απόδοση. Με τη συμμετοχή τους όμως λαμβάνουν ανάλογα με την επένδυσή τους το κέρδος στην ίδια απόδοση με τον βιομήχανο. Τέλος αυτή η δραστηριότητα ωφελεί και την κοινωνία, γιατί, όταν υπάρχει χρηματιστήριο, οι βιομήχανοι μπορούν, εξασφαλίζοντας εύκολη χρηματοδότηση, να επεκτείνουν την παραγωγή. Ο λαός σ’ αυτήν την περίπτωση ωφελείται, γιατί η επέκταση της παραγωγής σημαίνει πολλαπλασιασμό των θέσεων εργασίας.
Γνωρίζοντας κάποιος πώς και με ποιους ρυθμούς βγαίνει το κέρδος στο χρηματιστήριο, μπορεί να καταλάβει και ποιους ανθρώπους αφορά. Οι άνθρωποι που ονομάζονται “επενδυτές” είναι άνθρωποι που τους “περισσεύουν” τα χρήματα. Άνθρωποι, που τα χρήματα που επενδύουν δεν τα έχουν ανάγκη για την καθημερινή τους ζωή. Αυτοί που, θέλοντας να προστατεύσουν τα χρήματά τους από τον πληθωρισμό, αγοράζουν κεφάλαιο που δεν συνδέεται μ’ αυτόν. Το κεφάλαιο δεν συνδέεται με τον πληθωρισμό. Απλά τον παρακολουθεί και προσαρμόζει την αξία του στις νέες τιμές. Αυτοί λοιπόν οι πλούσιοι, όπως αγοράζουν ακίνητα, είτε σπίτια είτε χωράφια, έτσι αγοράζουν και μετοχές. Με τη σύνδεσή τους με το σταθερό κατά κανόνα κεφάλαιο, προστατεύουν τον πλούτο τους, που είναι εξαιρετικά ευάλωτος στις οικονομικές αλλαγές κι απειλείται από τον πληθωρισμό. Μπαίνουν στο χρηματιστήριο για να μείνουν και όχι για να “παίζουν”. Όπως κάποιος που αγοράζει ακίνητα τα εκμεταλλεύεται και δεν σκέπτεται να τα πουλήσει, έτσι είναι κι αυτοί οι επενδυτές. Απλά αγοράζουν μετοχές, γιατί στοχεύουν σε μια απόδοση μεγαλύτερη από ένα διαμέρισμα ή ένα χωράφι. Εισπράττουν τα μερίσματα και διατηρούν τις μετοχές ως ένα σταθερό περιουσιακό στοιχείο. Κληροδοτούν στα παιδιά τους μετοχές με την ίδια λογική που τους κληροδοτούν σπίτια, χωράφια κλπ.. Τους τις κληροδοτούν ως ακίνητο περιουσιακό στοιχείο και όχι ως εμπόρευμα που πρέπει να ρευστοποιήσουν για να το καταναλώσουν.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το χρηματιστήριο δεν είναι για φτωχούς ανθρώπους, που απλά έχουν ένα “κομπόδεμα” για ν’ αντιμετωπίσουν μια δύσκολη στιγμή. Όπως δεν αγοράζει κάποιος με το κομπόδεμά του ένα χωράφι, έτσι δεν αγοράζει και μετοχές. Από τη στιγμή που θα ‘ρθει η ώρα να έχει ανάγκη αυτά τα χρήματα, είναι δεδομένο ότι στο χρηματιστήριο θα χάσει. Είναι δεδομένο, γιατί, όταν “καίγεσαι” για τα χρήματα, δεν μπορείς να ελπίζεις ότι θα βρεις αγοραστή την ώρα που πρέπει, για να σου προσφέρει αυτά που θα ήθελες να εισπράξεις. Όταν πουλάει κάποιος κεφάλαιο, θα πρέπει να έχει την άνεση του χρόνου μέχρι να καταφέρει να πάρει τη μέγιστη προσφορά που μπορεί να δώσει η αγορά. Όταν “καίγεσαι” για ρευστό, είναι βέβαιο ότι θα “σκοτώσεις” το κεφάλαιο, εφόσον θ’ αναγκαστείς να το δώσεις στον πρώτο αγοραστή που θα εμφανιστεί. Αν σ’ αντιληφθούν κιόλας ότι έχεις ανάγκη τα χρήματα, θα σου “πιουν” το αίμα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι τον φτωχό δεν τον συμφέρει το χρηματιστήριο. Τον συμφέρει η τράπεζα, που δίνει μια σταθερή έστω και μικρή απόδοση, αλλά την ίδια ώρα διατηρεί τα χρήματα σε σταθερή κατάσταση. Γνωρίζεις ανά πάσα στιγμή πόσα χρήματα έχεις στην τράπεζα και γνωρίζεις επίσης ότι ανά πάσα στιγμή αυτά τα χρήματα είναι στη διάθεσή σου. Το χρηματιστήριο είναι μόνο γι’ αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν κεφάλαιο και να μην το έχουν ανάγκη για την επίλυση των καθημερινών τους προβλημάτων.
Αυτό είναι το χρηματιστήριο που ωφελεί την κοινωνία και συνδέει τον λαό με το εθνικό κεφάλαιοˆ το χρηματιστήριο, που αποδίδει κέρδη από το κεφάλαιο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό. Αυτό που θα δούμε τώρα είναι το χρηματιστήριο που αποδίδει κέρδος εξαιτίας του κεφαλαίου-“μυαλού” των παικτών. Σ’ αυτήν την περίπτωση μιλάμε καθαρά για εμπόριο. Όπως υπάρχουν άνθρωποι που αγοράζουν οικόπεδα για να τα έχουν ως ακίνητη περιουσία, έτσι υπάρχουν και άνθρωποι που αγοράζουν οικόπεδα για να τα εμπορευτούν. Ό,τι είναι ένας κτηματέμπορας, το ίδιο είναι κι ένας “παίχτης” του χρηματιστηρίου. Όπως ένας κτηματέμπορας πρέπει να έχει πολλά χρήματα για να δουλέψει, έτσι κι ένας “παίχτης” του χρηματιστηρίου πρέπει να έχει πολλά χρήματα. Δεν είναι δυνατόν ν’ αγοράσεις ένα οικόπεδο με όλα τα χρήματα που διαθέτεις και μετά να “καίγεσαι” να το πουλήσεις. Υποτίθεται ότι το αγόρασες ευκαιρία από κάποιον που “καιγόταν” και θέλεις να το πουλήσεις στην πραγματική του αξία. Αν “καίγεσαι” κι εσύ, θ’ αποτελέσεις ευκαιρία για κάποιον άλλον και άρα δεν κάνεις και τίποτε. Μπορεί και να χάσεις και το μόνο που θα κερδίσεις θα είναι κανένα καρδιακό επεισόδιο εξαιτίας τις αγωνίας.
Η λογική του “παιχνιδιού” στο χρηματιστήριο είναι όμοια με τη λογική στον κτηματεμπορικό τομέα. Πρέπει να διαθέτεις υπομονή και ρευστότητα για ν’ αρπάξεις μια ευκαιρία. Πρέπει να διαθέτεις γνώση, για να ξεχωρίζεις μια ευκαιρία από κάτι που φαίνεται σαν ευκαιρία αλλά δεν είναι τέτοια. Χρειάζονται γνώσεις άπειρες για να “παίξεις” στο χρηματιστήριο. Πρέπει να γνωρίζεις, όχι μόνο για το τι συμβαίνει στο παρόν, αλλά και για το τι θα συμβεί στο μέλλον. Πρέπει να μπορείς να προβλέπεις το τι θα συμβεί καί στην παραγωγή, αλλά και στην αγορά. Πρέπει να συλλέγεις πληροφορίες, για να μπορείς ν’ αντιλαμβάνεσαι την ευκαιρία. Ένα οικόπεδο, για παράδειγμα, στην πλατεία Συντάγματος δεν είναι ποτέ στόχος ενός εμπόρου, γιατί σπάνια αποτελεί ευκαιρία. Είναι ακριβό, γιατί όλοι γνωρίζουν την αξία του και σπάνια μπορεί ν’ αποτελέσει ευκαιρία που ενδιαφέρει έναν κτηματέμπορα. Αντίθετα ένα ασήμαντο φαινομενικά χωράφι μπορεί να είναι χρυσή ευκαιρία, αν ο κτηματέμπορας γνωρίζει για την επέκταση ενός σχεδίου πόλεως ή για τη χάραξη ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου που θα περάσει δίπλα σ’ αυτό. Θα σπεύσει ν’ αγοράσει το χωράφι σε τιμές χωραφιού από τον κάτοχό του και σε λίγο καιρό θα πουλάει οικόπεδα σε υψηλές τιμές.
Το ίδιο γίνεται και με τις μετοχές. Μια μετοχή της Microsoft η της General Motors είναι όμοια με τα οικόπεδα στην πλατεία Συντάγματος. Όλοι γνωρίζουν την αξία τους και όλοι όσοι τις διαθέτουν δεν τις πουλούν χαμηλότερα από την αποτιμημένη αξία τους. Όταν η εταιρεία είναι μεγάλη και κερδοφόρα, κάθε φορά που εμφανίζεται αγοραστής, η τιμή αυξάνεται και δεν μειώνεται. Δεν υπάρχει περίπτωση, δηλαδή, σ’ αυτού του είδους τις μετοχές να βρεις ευκαιρία. Η ευκαιρία συνήθως βρίσκεται στις μικρές εταιρείες, που κανένας δεν έχει ενδιαφέρον ν’ αγοράσει κι αυτός που τις πουλάει έχει ανάγκη τα χρήματα. Αυτές οι ευκαιρίες είναι οι συνηθισμένες στο χρηματιστήριο κι αυτές συντηρούν τους “παίχτες”. Οι ευκαιρίες όμως, που κάνουν το χρηματιστήριο μοναδικό κι ανεπανάληπτο, είναι οι εξής: Στην παραγωγή δεν υπάρχει τίποτε δεδομένο και μόνιμο. Η πλατεία Συντάγματος στον χώρο της παραγωγής δεν είναι κάτι το μόνιμο κι ακλόνητο, όπως είναι στην κτηματαγορά. Σήμερα αυτή η πλατεία βρίσκεται σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο και τη βλέπουν όλοι, ενώ αύριο μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού κι αυτό το βλέπουν μόνο λίγοι με πολλές γνώσεις. Αυτό σημαίνει ότι, αν έχεις γνώσεις, μπορείς ν’ αγοράζεις συνεχώς οικόπεδα υψηλής αξίας σε τιμή ασήμαντων χωραφιών.
Για να το καταλάβει ο αναγνώστης αυτό, θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι βρισκόμαστε στην εποχή που κυρίαρχο μεταφορικό μέσον είναι η άμαξα. Η δραστηριότητα που αφορά την παραγωγή της είναι όμοια με μια πόλη. Υπάρχουν πολλές βιομηχανίες που συντελούν στην παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος με διαφορετικές όμως αποδόσεις κέρδους. Ενώ το αντικείμενο είναι το ίδιο, ο καθένας που συμμετέχει στην παραγωγή εισπράττει διαφορετικό κέρδος, το οποίο είναι ανάλογο με τη δουλειά που κάνει. Υπάρχουν, για παράδειγμα, οι βιομηχανίες που παράγουν αξεσουάρ ή μηχανικά τμήματα της άμαξας και οι οποίες αποδίδουν κάποια κέρδη στους ιδιοκτήτες τους. Αυτές οι βιομηχανίες είναι τα περιφερειακά οικόπεδα της “πόλης”, που ονομάζεται “παραγωγή άμαξας”. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και οι μεγάλες βιομηχανίες, που κατασκευάζουν τις καλύτερες και πιο ακριβές άμαξες. Αυτές οι βιομηχανίες είναι τα οικόπεδα στην πλατεία Συντάγματος αυτής της “πόλης”.
Ενώ όμως οι πραγματικές πόλεις έχουν αιώνια αξία, δεν συμβαίνει το ίδιο στις “πόλεις” του χρηματιστηρίου. Έστω ότι εφευρίσκεται το αυτοκίνητο. Η εφεύρεση αποτελεί τον πυρήνα μιας νέας πόλης, που είναι δυνατόν να καταστρέψει την πόλη η οποία παράγει το ομοειδές αλλά κατώτερο προϊόν. Αυτή η εφεύρεση είναι δυνατόν να δώσει σε κάποιον την ευκαιρία ν’ αγοράσει οικόπεδα πανάκριβα σε τιμές χωραφιών. Όταν η πρώτη εταιρεία παραγωγής αυτοκινήτων μπει στο χρηματιστήριο, οι μετοχές της θα είναι πάμφθηνες, γιατί θα είναι μια άγνωστη εταιρεία, που θα παράγει ένα άγνωστο προϊόν. Τότε χρειάζεται γνώση, για να καταλάβει κάποιος ότι αυτό το προϊόν έχει μέλλον και ότι σε κάποια στιγμή θα κυριαρχήσει.
Βλέπουμε δηλαδή ότι η εξέλιξη στην τεχνολογία δεν αλλάζει μόνον την ποιότητά της ζωής του ανθρώπου, αλλά έχει και παρενέργειες στην οικονομία. Η εξέλιξη μπορεί κάποιους να τους καταστρέψει και κάποιους άλλους να τους κάνει πλούσιους. Κάποιοι κάποτε παρέμειναν στην παγοποιεία και πτωχεύσαν, ενώ κάποιοι άλλοι πλούτισαν, επενδύοντας στα ηλεκτρικά ψυγεία. Κάποιοι κάποτε γελούσαν μ’ αυτούς που επένδυαν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σήμερα κλαίνε που δεν τους μιμήθηκαν. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι το εξής: Ο επενδυτής δεν είναι ανάγκη βέβαια να κάθεται όλη την ημέρα και ν’ αγωνιά ή να σκέφτεται για το πού θα κατευθύνει τις επενδύσεις του, για να μην μείνει εκτός “παιχνιδιού”. Οι ίδιες οι εταιρείες έχουν ανθρώπους που διαρκώς το κάνουν αυτό. Οι ίδιες οι εταιρείες προσαρμόζονται διαρκώς στις νέες εξελίξεις. Δεν κάθονται αγκυλωμένες σ’ ένα είδος παραγωγής που δεν έχει μέλλον, ώστε να παρασύρουν στην καταστροφή τους μετόχους τους. Οι εταιρείες διοικούνται από τους μεγαλομετόχους τους και κανένας από αυτούς δεν έχει τάσεις αυτοκαταστροφής. Τα συμφέροντα των μεγαλομετόχων, που είναι συμπλέοντα μ’ αυτά των μικρομετόχων, είναι αυτά που αποτελούν εγγύηση ότι η επένδυση δεν θ’ αφεθεί στην τύχη της.
Η αναφορά σ’ αυτό το φαινόμενο γίνεται απλά, για να καταλάβει ο αναγνώστης ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα στην παραγωγή ν’ ανατραπούν τα πάντα. Πάντα υπάρχει η πιθανότητα ένα “οικόπεδο” της πλατείας Συντάγματος να βρεθεί στην έρημο. Πρέπει να καταλάβει ο αναγνώστης ότι, όταν πρόκειται για “μετακινήσεις” στην παραγωγή, απαιτείται μεγάλη προσοχή, αλλά και μεγάλη γνώση από την πλευρά του επενδυτή-παίχτη. Οι γνώσεις είναι αυτές που επιτρέπουν στον επενδυτή να φερθεί όμοια με τον κτηματέμπορα που αγοράζει ένα χωράφι, γνωρίζοντας ότι δίπλα του θα περάσει ένας δρόμος και ότι γρήγορα αυτό το χωράφι θα μετατραπεί σε πανάκριβο οικόπεδο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον επενδυτή στην παραγωγή. Όταν η γνώση του τού υποδεικνύει ότι κάτι αξιόλογο γεννιέται, σπεύδει ν’ αρπάξει την ευκαιρία. Πουλάει όλα τα καλά “οικόπεδα” που διαθέτει, για να εισπράξει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα και ρίχνει όλα τα χρήματά του στο νέο “χωράφι” που “γεννήθηκε”, για ν’ αποκτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του. Πουλάει το σίγουρο κι αποδοτικό, για ν’ αγοράσει αυτό που εκείνη τη στιγμή δεν φαίνεται αποδοτικό, αλλά που ο ίδιος εκτιμά ότι έχει μέλλον. Αυτή είναι η μεγάλη ευκαιρία και μπορεί ένας “παίχτης” να περιμένει σ’ όλη του τη ζωή για να βρει μια τέτοια ευκαιρία. Μια ευκαιρία που θα τον κάνει εξωφρενικά πλούσιο. Αυτή η ευκαιρία όμως απαιτεί γνώσεις και ρίσκο. Μπορεί, αν είσαι άσχετος, να νομίσεις κάτι σαν ευκαιρία κι αυτό να είναι “πατάτα”. Να πουλήσεις οικόπεδα στην πόλη και ν’ αγοράσεις “νταμάρια” στο βουνό. Να “βγεις” δηλαδή από καλές μετοχές για κάποιες άλλες, που, μόλις τις αγοράσεις, η εταιρεία στην οποία ανήκουν να κλείσει ελλείψει πελατών για την παραγωγή της.
Όπως βλέπουμε, το χρηματιστήριο δεν είναι ούτε απλή υπόθεση ούτε αφορά όλον τον κόσμο, αλλά ούτε είναι και κάτι το μονοδιάστατο σ’ ό,τι αφορά την παραγωγή κέρδους. Από τη στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά, ευνόητο είναι ότι το κράτος καί δεν μπορεί, αλλά και δεν έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει σε όλες τις δραστηριότητές του. Δεν μπορεί το κράτος να πει σε κάποιον πώς θα χειριστεί την περιουσία του. Μπορεί να ενημερώσει τον κόσμο για τη χρησιμότητα και την αποδοτικότητα του χρηματιστηρίου, αλλά δεν μπορεί να σου πει πότε και τι ν’ αγοράσεις και πότε να πουλήσεις. Το κράτος μπορεί μόνο να προστατεύσει τους επενδυτές στη βασική χρηματιστηριακή δραστηριότητα και να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Σε προστατεύει από τους πονηρούς, γιατί δεν μπορούν κάποιοι να πουλούν “νταμάρια” για οικόπεδα στις πλατείες. Ακόμα κι αν αυτό είναι ο στόχος τους, το κράτος τους υποχρεώνει να δίνουν τα πραγματικά στοιχεία και από εκεί και πέρα ο καθένας κάνει ό,τι του υποδεικνύει η γνώση του και η ευφυΐα του. Το κράτος, ειδικά στο “παιχνίδι” των μετακινήσεων των “παιχτών”, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Δεν μπορεί και δεν θέλει να προστατεύσει κάποιον που λειτουργεί σαν θηρίο για να εισπράξει κέρδος από τα υπόλοιπα θηρία που έχουν τον ίδιο στόχο. Θέλει και προστατεύει όσο μπορεί τους απλούς επενδυτές απ’ αυτά τα θηρία.
Αυτή η δραστηριότητα είναι καθαρά εμπόριο κι αυτό σημαίνει μάχη. Επιτρέπονται όλα τα χτυπήματα κι απλά αποκλείονται ορισμένα χτυπήματα ως παράνομα. Είναι παράνομο, για παράδειγμα, να υπάρχει εσωτερική πληροφόρηση, που βοηθάει αυτούς που την έχουν σε σχέση με τους αντιπάλους τους. Καθορίζονται, ειδικά σε “ανώριμες” αγορές, όροι του τύπου “limit up” και “limit down“, γιατί ο εμπορικός ανταγωνισμός και η λογική του μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα περίεργα, που να παρασύρουν τον απλό επενδυτή στην καταστροφή. Θεωρούνται “ανώριμες” οι αγορές οι οποίες δεν έχουν πραγματικές αξίες που ν’ αξίζουν επένδυση. Η αμερικανική αγορά κεφαλαίου είναι “ώριμη”, γιατί δεν αξίζει πάντα να “παίζεις” με το κεφάλαιό της για να κερδίσεις. Έχει μέσα της την General Electric, την Ford κλπ.. Η γερμανική το ίδιο. Δεν “παίζεις” εμπορικά παιχνίδια με μετοχές της Mercedes, της Bayer κλπ.. Είναι ακριβό “σπορ” και τις περισσότερες φορές μόνο να χάσεις υπάρχει πιθανότητα. Δεν υπάρχει λόγος προστασίας αυτών των μετοχών, γιατί είναι πολύ ακριβές και σίγουρες σ’ ό,τι αφορά την αξία και την απόδοσή τους, για να “παίζουν” οι έμποροι μ’ αυτές. Δεν μπορεί να “παίξει” κανένας σ’ αυτά τα χρηματιστήρια.
Αντίθετα τα χρηματιστήρια των κρατών δευτέρας κλάσης είναι ανοιχτά για “παιχνίδια”. Είναι ανοιχτά, γιατί απλούστατα δεν είναι χρηματιστήρια οικονομιών που διαθέτουν ισχυρό κεφαλαίο, για να επενδύσει κάποιος και να παραμείνει σταθερός στην επένδυσή του. Τα πάντα μέσα στα χρηματιστήρια αυτά είναι της λογικής της “αρπαχτής” κι ελέγχονται από τους επικίνδυνους κι αναξιόπιστους εμπόρους. Απαιτείται προστασία του επενδυτή σ’ αυτήν την περίπτωση, γιατί μπορεί να πέσει θύμα εμπορικών “παιχνιδιών”. Μπορεί, δηλαδή, οι “έμποροι” του χρηματιστηρίου ν’ ανεβάζουν τεχνητά την αξία μιας μετοχής και ο αφελής νεοεισερχόμενος επενδυτής, που δεν γνωρίζει τα παιχνίδια, να επενδύσει σε μια υπερτιμημένη μετοχή και να την “πατήσει”. Ν’ αγοράσει δηλαδή ένα κοινό χωράφι σε τιμές πλατείας. Μπορεί επίσης μια τεχνητή υποτίμηση μιας μετοχής ν’ αναγκάσει τον απλό επενδυτή να εγκαταλείψει μια πραγματικά καλή μετοχή. Οι έμποροι, επειδή είναι πονηροί, μπορούν ν’ ανεβάζουν ή να ρίχνουν τις τιμές κατά βούληση. Ρίχνουν, για παράδειγμα, όλα τα χρήματά τους στα “νταμάρια” και τα κάνουν να εμφανίζονται ως ευκαιρίες. Μόλις οι αφελείς τούς ακολουθήσουν, αυτοί πουλάνε τις μετοχές τους και οι αφελείς μένουν με άχρηστα χαρτιά στα χέρια. Μόλις εισπράξουν τα χρήματα από την πώληση των “νταμαριών”, κάνουν το ίδιο και σε άλλες μετοχές και πάει λέγοντας.
Εξαιτίας αυτών των λόγων θεσπίστηκαν τα όρια στην καθημερινή αυξομείωση των τιμών των μετοχών. Αυτά τα όρια έχουν ως στόχο να δίνουν την ευκαιρία και τον χρόνο σ’ αυτούς που δεν “παίζουν” στο χρηματιστήριο να προστατεύουν την περιουσία τους από τους εμπόρους. Σε κανονικές συνθήκες δεν έπρεπε να υπάρχουν όρια, γιατί την αξία μιας μετοχής την καθορίζει το μέρισμα που προσφέρει αυτή ως κέρδος σε σύγκριση με το τραπεζικό επιτόκιο. Δεν επενδύει κάποιος ένα εκατομμύριο, για να εισπράξει κέρδος δέκα δραχμών. Δεν υπάρχει limit up και limit down στην κτηματεμπορική αγορά, που σχεδόν πάντα είναι “ώριμη”, γιατί όλοι γνωρίζουν τις πραγματικές αξίες των υπό διακίνηση κεφαλαίων. Κανένας δεν είναι βλάκας να δώσει εκατό εκατομμύρια για ν’ αγοράσει ένα στρέμμα στα Τουρκοβούνια. Κανένας, δηλαδή, δεν αγοράζει για πονηρούς λόγους κάτι που δεν έχει αξία, γιατί είναι εξαιρετικά απίθανο να βρει αφελή να πουλήσει το κεφάλαιό του και να εισπράξει πλούτο. Κανένας δεν αγοράζει “φούσκα” στην κτηματεμπορική αγορά, γιατί όλοι έχουν λίγο-πολύ γνώση του τι αξίζει και του τι δεν αξίζει ως αγορά.
Επειδή όμως το χρηματιστήριο είναι ιδιόμορφο και θεωρητικά τα Τουρκοβούνια μπορούν να γίνουν πλατεία Συντάγματος, υπάρχει μια λογική στη θέσπιση αυτών των ορίων. Η πολιτεία μ’ αυτά τα όρια προστατεύει αυτούς που έχουν οικόπεδα στην πλατεία Συντάγματος από τους πονηρούς, που κατά βούληση παρουσιάζουν αυτήν την πλατεία σαν νταμάρι και τα πραγματικά νταμάρια σαν πλατεία. Παιχνίδια που έχουν ως στόχο ν’ αποσπάσουν οι πονηροί καλές μετοχές σε τιμή ευκαιρίας και να πουλήσουν κακές μετοχές για χρυσάφι. Από εκεί και πέρα, όπως λέει ο λαός, “μάτια σου παζάρια σου”. Αν θέλεις να παριστάνεις τον πονηρό και ν’ αγοράζεις “ευκαιρίες” στις έρημους, αυτό είναι πρόβλημά σου. Το κράτος έχει ως καθήκον του να σου εξασφαλίζει τις πληροφορίες της οικονομικής “γεωγραφίας”.
Αν ο αναγνώστης καταλάβει γιατί δημιουργήθηκε το χρηματιστήριο της βιομηχανικής εποχής και πώς αυτό λειτουργεί, θα καταλάβει ότι το χρηματιστήριο υπηρετεί το γενικό συμφέρον. Υπηρετεί τον κόσμο, γιατί χάρη σ’ αυτό πολλαπλασιάζεται αυτό που λέμε “εθνικό βιομηχανικό κεφάλαιο”. Πολλαπλασιάζεται η παραγωγή κι επιπλέον δίνεται η ευκαιρία σ’ αυτούς που τους “περισσεύουν” —αλλά όχι σε σημείο που να μπορούν να δημιουργήσουν οι ίδιοι βιομηχανία— να εισπράξουν κέρδη και ταυτόχρονα να υπηρετήσουν με την επένδυσή τους το γενικό καλό. Επιπλέον η μετακίνηση αυτών των κατά βάση πλούσιων ανθρώπων στο βιομηχανικό κεφάλαιο ευνοεί τους φτωχούς, γιατί “ρίχνει” την αξία της γης. Ο φτωχός, εξαιτίας αυτής της μετακίνησης, μπορεί ν’ αποκτήσει ένα κομμάτι γης για να κτίσει το σπίτι του. Όταν οι πλούσιοι παραμένουν στο σύνολό τους στο κεφάλαιο-γη αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει.
Αν όλα αυτά τα συνδυάσει κάποιος στο μυαλό του, μπορεί να καταλάβει ότι έχουν γίνει εγκλήματα από κάποιους εις βάρος της λειτουργίας του χρηματιστηρίου κι αυτά τα εγκλήματα είναι στην πραγματικότητα εις βάρος του λαού. Ποια είναι αυτά τα εγκλήματα; Η είσοδος εταιρειών μέσα στο χρηματιστήριο, που το αντικείμενό τους δεν έχει σχέση με την παραγωγή και η ανάπτυξή τους με τη λογική του χρηματιστηρίου —και άρα με την άντληση χρήματος από την αγορά—, θίγει το κοινό συμφέρον. Τέτοιες εταιρείες είναι κυρίως οι τράπεζες, οι εμπορικές εταιρείες και οι κατασκευαστικές εταιρείες. Αυτές οι εταιρείες πρέπει να φύγουν από το χρηματιστήριο στην κυριολεξία με τις κλοτσιές.
Οι τράπεζες εμπορεύονται χρήμα και εκ των δεδομένων έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα με την παραγωγή, εφόσον αυτή είναι που παράγει τον πλούτο ο οποίος μεταφράζεται σε χρήμα. Όταν, άλλος παράγει τον πλούτο και άλλος τον εμπορεύεται, είναι θέμα χρόνου αυτοί να συγκρουστούν μεταξύ τους. Το σύνολο του πλούτου παράγεται από την παραγωγή του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει πλούτος που να παράγεται ως διά μαγείας. Από το κεφάλαιο βγαίνει το κέρδος του παραγωγού και από το ίδιο κεφάλαιο βγαίνει ο μισθός του εργάτη. Από το περίσσευμα αυτού του πλούτου, ο οποίος γίνεται τραπεζικές καταθέσεις, συγκεντρώνουν οι τράπεζες τον πλούτο που διαχειρίζονται.
Όμως, αυτός ο πλούτος, που στην αρχή δειλά-δειλά επενδύουν, δεν τους ανήκει. Αυτός ο πλούτος ανήκει στους καταθέτες και άρα οποιοδήποτε επενδυτικό της τράπεζας είναι αυθαίρετο και παράνομο. Η τράπεζα αυτό το γνωρίζει, αλλά από την άλλη πλευρά, επειδή θέλει να δημιουργήσει δικό της πλούτο και δεν κατέχει παραγωγικό κεφάλαιο, αρχίζει και χρησιμοποιεί τον πλούτο των καταθέσεων με επικίνδυνο για την παραγωγή τρόπο. Χρηματοδοτεί την παραγωγή και στη συνέχεια την “κυνηγάει”. Έχει συμφέρον να “πίνει” το αίμα των παραγωγών, γιατί μπαίνει στα κέρδη τους κι ακόμα χειρότερα στην περιουσία τους. Ακόμα και να τους καταστρέψει, όχι μόνο δεν απειλούνται τα συμφέροντά της, αλλά ενισχύονται. Οι παραγωγοί έχουν κεφάλαιο και άρα εκ των δεδομένων έχουν περιουσία. Αν δεν έχεις περιουσία, δεν μπορείς να πάρεις δάνειο. Όταν λοιπόν ο παραγωγός δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει στην αποπληρωμή του δανείου, η τράπεζα του αρπάζει το κεφάλαιο. Το ρευστοποιεί κι αυτό γίνεται με το να το πουλήσει σε κάποιον άλλον κεφαλαιοκράτη, που στη συνέχεια κι εκείνον θα “καταδιώξει”.
Βλέπουμε λοιπόν ότι εκ των δεδομένων, για ν’ αποκτήσει μια τράπεζα ιδιόκτητο πλούτο, θα πρέπει να λεηλατήσει την “τσέπη” των παραγωγών. Αν το καταφέρει αυτό, δημιουργεί γι’ αυτούς έλλειμμα κερδών. Αυτό το έλλειμμα αναγκάζει τους παραγωγούς να μπουν στην “τσέπη” των εργαζομένων και από εκεί ξεκινούν όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Οι εργαζόμενοι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης των βιομηχάνων και οι καταναλωτές επίσης, γιατί αναγκάζονται και πληρώνουν τα προϊόντα πανάκριβα. Τα προϊόντα δεν μπορούν να διατηρήσουν χαμηλές τιμές, όταν οι τράπεζες “κυνηγούν” τους παραγωγούς. Αν δηλαδή θεωρήσουμε ότι οι τράπεζες λειτουργούν εξ αρχής εις βάρος του κόσμου με τις δικές του καταθέσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι έγκλημα να μπουν στη συνέχεια στο χρηματιστήριο.
Οι τράπεζες εκ των δεδομένων κλέβουν τον κόσμο. Η δικαιολογία, που απλά νομιμοποιεί την ύπαρξή τους, είναι ότι εισπράττουν κάποια χρήματα από τους πελάτες τους, για να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες. Τέτοιες υπηρεσίες είναι η φύλαξη των χρημάτων ή οι συναλλαγματικές υπηρεσίες. Ξεκινώντας όμως απ’ αυτές τις ταπεινές υπηρεσίες κι επειδή αυτές δεν είναι αρκετά κερδοφόρες για τις ορέξεις των τραπεζών, αυτές στη συνέχεια κλέβουν τον κοσμάκη. Προσφέρουν επιτόκια για να έλκουν καταθέσεις εις βάρος της παραγωγής —η οποία διαρκώς παράγει κέρδος— και στην πραγματικότητα δημιουργούν συνενόχους. Νομίζουν οι αφελείς καταθέτες ότι έχουν κέρδος όταν εισπράττουν υψηλά επιτόκια από την τράπεζα και δεν βλέπουν από που βγαίνουν αυτά τα επιτόκια. Δεν βλέπουν ότι αυτές οι “γενναιόδωρες” τράπεζες στοχεύουν σε ό,τι έχει αξία γι’ αυτούς. Στοχεύουν το εργοστάσιο στο οποίο εργάζονται. Στοχεύουν το σπίτι του, το χωράφι του, το οικόπεδό του. Είναι έγκλημα αυτόν τον κλέφτη να τον ισχυροποιείς μέσω της λογικής του χρηματιστηρίου, εντάσσοντάς τον μέσα σ’ αυτό.
Βάζοντας λοιπόν τις εμπορικές εταιρείες και τις τράπεζες στο χρηματιστήριο, βάζεις τους λύκους και τις ύαινες στην ίδια αυλή με τα πρόβατα. Υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός, όταν στο χρηματιστήριο βρίσκονται εταιρείες παραγωγής μαζί με εμπορικές εταιρείες και τράπεζες. Δεν βάζεις να τρώνε από το ίδιο πιάτο δύο άνθρωποι που ο ένας είναι δυσκίνητος κι ο άλλος ταχύς. Πόσο μάλλον όταν ο ταχύτερος είναι ταυτόχρονα και παράσιτο. Σ’ ό,τι αφορά τις εμπορικές εταιρείες, τα πράγματα είναι απλά. Συντηρούνται με το θάνατο των παραγωγών. Επειδή στοχεύουν την ίδια αγορά μ’ αυτούς και άρα στην ίδια “τροφή”, έχουν όφελος να τους εξοντώσουν, για να μην έχουν αντιπάλους. Αυτές οι εταιρείες ναι μεν προσφέρουν κέρδη στους επενδυτές, αλλά αυτά τα κέρδη έχουν ημερομηνία λήξεως, γιατί σε κάποια στιγμή με την παρασιτική δραστηριότητά τους καταστρέφουν την παραγωγή και άρα την οικονομία.
Η παραγωγή είναι πραγματικά σαν ένα κοπάδι προβάτων. Έχει μόνιμες ανάγκες συντήρησης και άρα έξοδα, αλλά έχει μόνιμη κερδοφορία. Επ’ άπειρον μπορεί να προσφέρει κέρδος με κάποιους συγκεκριμένους ρυθμούς. Αντίθετα οι εμπορικές εταιρείες λειτουργούν σαν αγέλη λύκων. Τα χρήματα που επενδύει κάποιος σ’ αυτές προσφέρουν τεράστια απόδοση. Απαιτούν λιγότερη μέριμνα, γιατί αυτές οι εταιρείες-θηρία αυτοσυντηρούνται. Κατασπαράζουν τα πρόβατα κι αναπτύσσονται εις βάρος τους στην αγορά. Δεν έχουν πρόβλημα, δηλαδή, οι εμπορικές εταιρείες να δίνουν καθαρά και μεγάλα μερίσματα στους επενδυτές τους. Οι επενδύσεις τους για την ανάπτυξή τους είναι ελάχιστες, εφόσον είναι επενδύσεις της λογικής της “παράγκας”, που στήνεται όπου υπάρχει αγορά. Δεν είναι επενδύσεις που αφορούν τεράστια και πολυδάπανα εργοστάσια. Το πρόβλημα όμως μ’ αυτές τις εταιρείες είναι ότι, κατασπαράζοντας τα “πρόβατα” της παραγωγής, καταστρέφουν την οικονομία. Καταλαμβάνουν μεν την αγορά και διαλύουν τον συναγωνισμό των παραγωγών, αλλά, όταν το καταφέρουν αυτό, ο κόσμος είναι άνεργος και με μηδενική αγοραστική ικανότητα. Όταν λοιπόν αυτές οι εταιρείες καταλάβουν ολοκληρωτικά την αγορά, την έχουν προηγουμένως καταστρέψει. Έχουν αποδώσει τεράστια κέρδη, αλλά μετά τη “λαμπρή” πορεία τους είναι καταδικασμένες σε θάνατο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις τράπεζες, με τη διαφορά ότι αυτές δεν στρέφονται απευθείας εναντίον της παραγωγής. Αυτές λειτουργούν όμοια με ύαινες, που αρκούνται στο να κατασπαράζουν τα πτώματα των “προβάτων” που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στην επίθεση των λύκων του εμπορίου. Οι τράπεζες είναι κι αυτές ταχύτατες στην “παραγωγή” πλούτου, γιατί ο κλέφτης είναι πάντα ταχύτερος απ’ αυτόν που εργάζεται. Μέσα σε μια μέρα ο κλέφτης μπορεί ν’ αρπάξει —και άρα να “βγάλει” ως κέρδος— αυτά που ένας κεφαλαιοκράτης ή ένας απλός εργαζόμενος τα συγκέντρωνε σε όλη του τη ζωή.
Η τράπεζα δεν έχει κανένα από τα προβλήματα του βιομηχανικού κλάδου κι ως εκ τούτου υπερέχει όταν “κινείται” στον ίδιο χώρο. Το “προϊόν” των τραπεζών, που είναι το χρήμα, δεν απειλείται από την εξέλιξη, όπως συμβαίνει με τα βιομηχανικά προϊόντα κι ούτε χάνει την ανταγωνιστικότητά του. Όσο πιο πολύ “παράγει” η τράπεζα, τόσο μειώνονται τα κέρδη των βιομηχάνων και τόσο απειλούνται οι μισθοί των εργαζομένων σ’ αυτούς. Η διαφορά είναι ότι η ανάπτυξη του βιομηχανικού κλάδου ευνοεί την κοινωνία, ενώ η ανάπτυξη του τραπεζικού κλάδου όχι. Μια κοινωνία μπορεί να ζει πλούσια χωρίς καθόλου τράπεζες. Ας παράγουν οι βιομήχανοι κι ας εργάζονται οι εργάτες κι ας βαστούν τα χρήματά τους στα σπίτια τους χωρίς το κέρδος του επιτοκίου. Μια κοινωνία όμως δεν μπορεί να ζήσει καθόλου χωρίς βιομηχανία κι απασχόληση.
Το σύνολο των προβλημάτων στην οικονομία ξεκινάει από το γεγονός ότι οι τράπεζες αναπτύσσονται πιο εύκολα και πιο γρήγορα από την παραγωγή κι έχουν μεταξύ τους συγκρουόμενα συμφέροντα. Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμα πιο πολύ, όταν η ανάπτυξή τους γίνεται μέσω του χρηματιστηρίου, που παίζει θετικό κοινωνικό ρόλο μόνο για την ανάπτυξη της δυσκίνητης και πολυδάπανης παραγωγής. Επειδή οι τράπεζες είναι πιο κερδοφόρες από την παραγωγή, όταν μπαίνουν στο χρηματιστήριο, έλκουν το μεγαλύτερο μέρος των υποψηφίων επενδυτών του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η παραγωγή να μην βρίσκει τα χρήματα που θέλει στην αγορά κι αυτό την αναγκάζει να “πέφτει” στα χέρια των τραπεζών και άρα να κινδυνεύει. Ο κόσμος που επένδυσε στην τράπεζα μπορεί να έχει μεγάλο κέρδος από τα μερίσματά της, αλλά δεν γνωρίζει ότι, εξαιτίας αυτού του κέρδους, κινδυνεύει η ίδια του η δουλειά, εφόσον το εργοστάσιο όπου εργάζεται είναι “στόχος” της τράπεζας. Δεν γνωρίζει ότι κινδυνεύει το ίδιο του το σπίτι.
Για να κλείσουμε το θέμα με τις τράπεζες, θα πούμε το εξής: Οι τράπεζες απαγορεύεται να βρίσκονται στο χρηματιστήριο και ν’ αντλούν χρήματα από την αγορά, ισχυροποιώντας το δικό τους κεφάλαιο. Απαγορεύεται ν’ αντλούν χρήματα από την αγορά, γιατί το κάνουν εις βάρος της παραγωγής κι επιπλέον με τα χρήματα αυτά αποκτούν ιδιόκτητο πλούτο. Αυτός ο ιδιόκτητος πλούτος αλλάζει τη φυσιογνωμία των τραπεζών και τους επιτρέπει να επενδύουν στην παραγωγή, παίζοντας “παιχνίδια” εις βάρος της. Αυτό δεν είναι κάτι το μυστικό, που απαιτεί ειδική γνώση. Η τράπεζα, όταν “ζητάει” χρήματα από την αγορά, το κάνει με επίδειξη των κερδών της και των μελλοντικών της επενδυτικών προγραμμάτων.
Αυτά τα κέρδη, όπως και τα προγράμματα που έλκουν τους επενδυτές, είναι δεδομένο ότι θα στραφούν εις βάρος της παραγωγής. Η τράπεζα, λόγω των υψηλών επιτοκίων που προσφέρει, γίνεται πολυέξοδη και δεν μπορεί να περιοριστεί στην απλή επένδυση, που παράγει πλούτο σε ποσοστά τα οποία είναι κατώτερα από τα επιτόκια που η ίδια δίνει. Αυτό την αναγκάζει να “κυνηγάει” την παραγωγή και να ελπίζει στη ρευστοποίηση του κεφαλαίου των κατεστραμμένων παραγωγών. Πρακτικά αυτό το ανελέητο “κυνήγι” εκδηλώνεται με τη μορφή των γνωστών πανωτοκιών. Αυτός ο ιδιόκτητος πλούτος των τραπεζών, που προέρχεται, είτε από την καταστροφή των παραγωγών είτε από το χρηματιστήριο, αλλάζει το σύνολο των δεδομένων, τόσο στην οικονομία όσο και στη λειτουργία των ιδίων των τραπεζών. Απ’ αυτήν την αφύσικη και τεράστια κερδοφορία προκύπτουν τα επιτόκια που προσφέρουν στους καταθέτες τους και τα οποία δεν είναι φυσιολογικά. Αν τώρα σκεφτεί κάποιος ότι οι τράπεζες ανταγωνίζονται μεταξύ τους και πλειοδοτούν στον τομέα των επιτοκίων για να δελεάσουν τους πελάτες τους, αντιλαμβανόμαστε ότι αυξάνουν επικίνδυνα το ρίσκο τους. Αυτό το ρίσκο στην προκειμένη περίπτωση θα το μειώσουν εις βάρος της παραγωγής και είναι θέμα χρόνου να λειτουργήσουν εις βάρος της κοινωνίας. Είναι θέμα χρόνου τα πανωτόκια να οδηγήσουν την παραγωγή στον μαρασμό κι αυτό είναι τραγικό για το σύνολο της οικονομίας.
Σ’ ό,τι αφορά τη γενικότερη λειτουργία τους, αυτό που ισχυριζόμαστε είναι ότι οι τράπεζες θα πρέπει να περιοριστούν στις κλασικές υπηρεσίες και το όποιο κέρδος θα αντλούν θα πρέπει να το αντλούν από εισφορές των πελατών τους για τις υπηρεσίες που αυτοί απολαμβάνουν και από τις δανειοδοτήσεις. Πρέπει ν’ απαγορευτεί στις τράπεζες να επενδύουν. Η επένδυση εμπεριέχει μέσα της το ρίσκο κι αυτό σημαίνει ότι επενδυτής γίνεται μόνον αυτός που ρισκάρει τα δικά του χρήματα. Οι περισσότερες τράπεζες ξεκινούν την πορεία τους χωρίς χρήματα και “παίζουν” με τα χρήματα των επενδυτών μέχρι ν’ αποκτήσουν δικά τους κεφάλαια.
Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης πότε μπορεί να ελεγχθεί ο τραπεζικός κλάδος. Οι τράπεζες πρέπει να ελέγχονται με στόχο να μην αποκτήσουν ποτέ δικά τους κεφάλαια. Το όποιο κέρδος δηλαδή παρουσιάζουν να το μοιράζουν διαρκώς στους ιδιοκτήτες τους και να μην παραμένει μέσα στην τράπεζα υπό τη μορφή ιδίων κεφαλαίων. Να μην επιτρέπεται δηλαδή στην τράπεζα να μιμείται τις εταιρείες παραγωγής και να παρακρατά ένα μέρος των κερδών της δήθεν για επενδύσεις. Αν γίνει αυτό κατορθωτό, η τράπεζα περιορίζεται στον επιθυμητό για την κοινωνία ρόλο. Η τράπεζα, αν δεν έχει δικά της χρήματα, μπορεί να της απαγορευτεί να επενδύει. Σήμερα αυτό είναι αδύνατον, γιατί με τον άλφα ή βήτα τρόπο οι περισσότερες τράπεζες διαχειρίζονται ιδιόκτητα κεφάλαια. Σήμερα η τράπεζα επενδύει και για να μειώσει το ρίσκο της καταστρέφει την παραγωγή και κάνει συνενόχους της τους καταθέτες, που διεκδικούν υψηλά επιτόκια, χωρίς να γνωρίζουν τις συνέπειες.
Δεν είναι δυνατόν ο κάθε παλιόγυφτος, που παριστάνει τον τραπεζίτη, να “παίζει” με τα χρήματα των καταθετών και μέχρι να βγάλει κέρδος να καταστρέφει όποιους βρίσκει μπροστά του. Δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί σε κάποιον να παίζει με χρήματα του κοσμάκη και το χειρότερο που μπορεί να πάθει να είναι η χρεοκοπία, που καταστρέφει τους καταθέτες και όχι τον ίδιο. Η τράπεζα πρέπει μόνο να δανειοδοτεί τους κεφαλαιοκράτες κι αυτή η δραστηριότητα διασφαλίζει πλήρως τους καταθέτες κι απομονώνει τα “αρπακτικά” από την παραγωγή. Τα δάνεια δίνονται με υποθήκες κι αυτό διασφαλίζει τα συμφέροντα του κόσμου. Ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο ρόλος των τραπεζιτών και των τραπεζών δεν είναι κάτι το καινούριο ως φαινόμενο. Οι τραπεζίτες είναι τα “παιδιά” των αργυραμοιβών του παρελθόντος. Είναι ο μόνος κλάδος επαγγελματιών που έχει αρπάξει κλοτσιές από τον Ίδιο τον Θεό. Τραπεζίτες της εποχής ήταν οι καραγκιόζηδες που ο Χριστός πήρε με τις κλοτσιές μέσα στον ναό του Σολομώντα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις κατασκευαστικές εταιρείες. Παράγουν κι αυτές πλούτο, χωρίς να διαθέτουν καθόλου κεφάλαιο. Έχει σκεφτεί ποτέ ο αναγνώστης ποιο είναι το κεφάλαιο μιας τεχνικής εταιρείας; Τα εργαλεία της, η μήπως τα μηχανήματά της; Τίποτε από όλα αυτά. Το κεφάλαιό της είναι ένα ταπεινό πτυχιάκι του πολυτεχνείου, που συνήθως έχει ο ιδιοκτήτης της. Αυτό είναι το κεφάλαιο που του δίνει τη δυνατότητα να διεκδικεί τα δημόσια έργα και άρα αυτό είναι το κεφάλαιο της εταιρείας του. Αυτό το πτυχίο είναι στην περίπτωση αυτήν το “εργοστάσιο” της εταιρείας. Απλά, όπως συμβαίνει με τα εργοστάσια, για να παράγουν προϊόντα, πρέπει να υπάρχουν μηχανήματα, χρήματα κι εργάτες. Το ότι κάποιος έχει εργοστάσιο δεν σημαίνει ότι μπορεί και να παράγει. Χρειάζεται μηχανήματα, χρήματα για πρώτες ύλες και βέβαια εργάτες, που πρέπει να πληρωθούν μισθό, άσχετα με το πότε θα βγάλει ο εργοδότης τους από την αγορά το κέρδος.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το κεφάλαιο μιας κατασκευαστικής εταιρείας δεν είναι αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Τεχνικές εταιρείες μπορεί να δημιουργούνται κάθε μέρα, αρκεί να υπάρχουν έργα. Αρκεί ένας μηχανικός να κάνει μια μελέτη και να ψάξει να βρει συνεργάτες-συνεταίρους με δικά τους εργαλεία, μηχανήματα κι ανθρώπους για να εργαστούν ως εργάτες. Οι συνεταίροι-συνεργάτες θα μοιραστούν το κέρδος και οι εργάτες θα εισπράξουν μισθό. Το κεφάλαιο όμως, που δίνει σ’ όλους αυτούς τη δυνατότητα να “μπουν” στην “αγορά” των κατασκευαστικών έργων, είναι το πτυχιάκι που δημιουργεί την καλύτερη μελέτη στην πιο ανταγωνιστική τιμή. Δεν παίρνεις ένα έργο —και άρα μερίδιο στην αγορά— επειδή έχεις καλή και μεγάλη μπουλντόζα. Το έργο το παίρνεις εξαιτίας της μελέτης και άρα εξαιτίας του πτυχίου, που είναι και το κεφάλαιό σου.
Η είσοδος όλων αυτών των εταιρειών μέσα στο χρηματιστήριο είναι εκτός λογικής, για τους ίδιους λόγους που συμβαίνει και με τις τράπεζες. Η συνολική διαχείριση των κατασκευαστικών έργων είναι λανθασμένη, γιατί αυτό βολεύει τους πονηρούς. Βολεύει τους μηχανικούς και βολεύει και τις τράπεζες. Ο μηχανικός γίνεται πλούσιος με τα χρήματα του κόσμου κι εξαιτίας αυτού του κόσμου —που επενδύει πάνω του— μπορεί κι εκβιάζει την εξουσία για νέα έργα και άρα για να γίνει πλουσιότερος. Αυτή η κατάσταση βολεύει και τις τράπεζες. Έχουν συμφέρον οι τράπεζες να χρηματοδοτούν τις κατασκευαστικές εταιρείες. Μπορούν και δίνουν υψηλά δάνεια με υψηλούς τόκους και ταχύτατη επιστροφή, γιατί το έργο πληρώνεται από το κράτος μόλις η κατασκευή του ολοκληρωθεί. Οι τράπεζες ζητάνε ό,τι θέλουν και οι μηχανικοί τις πληρώνουν, γιατί απλούστατα δεν τους ενδιαφέρει. Δεν τις πληρώνουν από τις τσέπες τους. Το τραπεζικό επιτόκιο είναι παράμετρος της μελέτης κι αυτό σημαίνει ότι το πληρώνει ο λαός μέσω της φορολογίας. Δεν είναι όμοιοι με τους βιομηχάνους, όπου ένα μεγάλο επιτόκιο μπορεί να τους καταστρέψει, γιατί η τελική τιμή του προϊόντος μπορεί να τους “βγάλει” από την αγορά. Οι βιομήχανοι έχουν αντιπάλους, τους οποίους μπορεί να μην τους κυνηγούν τα επιτόκια των δανείων. Οι μηχανικοί δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα. Ό,τι και να τους ζητήσουν οι τράπεζες, θα το δώσουν, γιατί δεν τους θίγει.
Αυτή η διαχείριση των δημοσίων έργων δεν είναι προϊόν λάθους, αλλά απάτη. Συμφέρει όλους όσους εμπλέκονται σ’ αυτήν την υπόθεση, γιατί το κράτος —και άρα ο λαός— θα πληρώσει οπωσδήποτε το έργο που έχει ανάγκη. Συμφέρει όπως είπαμε τους μηχανικούς και τις τράπεζες, αλλά συμφέρει και την εξουσία. Γιατί; γιατί η εξουσία εκβιάζει τους κλέφτες για να κλέβει και η ίδια. “Λαδώνονται” οι πάντες, όταν υπάρχει δημόσιο έργο. Από τον υπουργό μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο όλοι κάτι θα “βγάλουν”. Αυτός ο πλούτος και πάλι δεν παράγεται από κεφάλαιο. Είναι ο πλούτος που συγκεντρώνεται από τις φορολογικές εισφορές αυτών που σχετίζονται με το κεφάλαιο και είναι οι παραγωγοί και οι εργαζόμενοι.
Η είσοδος τέτοιων εταιρειών στο χρηματιστήριο δημιουργεί τα ίδια προβλήματα με τις τράπεζες. Τα υπερβολικά και γρήγορα κέρδη, σε περιόδους που υπάρχουν πολλές αναθέσεις έργων, “στεγνώνουν” τη χρηματιστηριακή αγορά. Όλοι επενδύουν σ’ αυτές τις εταιρείες κι αυτό γίνεται και πάλι εις βάρος της παραγωγής. Επιπλέον, επειδή αυτές οι εταιρείες ισχυροποιούνται αφύσικα, δημιουργούν προβλήματα τύπου μονοπωλίων. Οι μεγάλοι “κατασκευαστές” γίνονται “κολλητοί” με την εξουσία κι αυτό σημαίνει πλήρη έλεγχο των αναθέσεων των έργων. Όταν συμβεί αυτό —και ελλείψει αντιπάλου—, τα πάντα γίνονται επικίνδυνα, εφόσον κανένας δεν ελέγχει κανέναν. Όταν δεν υπάρχουν πολλοί ανεξάρτητοι κατασκευαστές με συγκρουόμενα συμφέροντα, κανένας δεν μπορεί να ελέγξει τη διανομή των έργων. Οι εισαγμένοι στο χρηματιστήριο μοιράζονται μεταξύ τους τα έργα και κανένας δεν ενοχλεί κανέναν.
Και πάλι κάποιοι απλοί πολίτες μπορεί να έχουν κάποιο κέρδος από τα μερίσματα των μετοχών τους, αλλά και πάλι δεν γνωρίζουν ότι όλα αυτά λειτουργούν εις βάρος τους. Η κλοπή του δημοσίου επιβαρύνει τη φορολογία κι αυτή δημιουργεί τον πληθωρισμό, ο οποίος με τη σειρά του καταστρέφει την παραγωγή και άρα και τη δουλειά αυτών που νομίζουν ότι κερδίζουν, επενδύοντας στους κλέφτες.
Η ειρωνεία είναι ότι ο κατασκευαστικός τομέας θα μπορούσε να λειτουργήσει τέλεια για το κοινωνικό σύνολο, απλά και μόνον αν υπήρχε ένας καλύτερος σχεδιασμός διαχείρισης. Τα πάντα είναι θέμα ρόλων Τι εννοούμε μ’ αυτό; Το σφάλμα ξεκινάει από το ποιος παίρνει ποιον ρόλο. Η εξουσία δεν πρέπει να είναι εργοδότης των κατασκευαστικών εταιρειών κι ο κόσμος που επενδύει σ’ αυτές δεν πρέπει να είναι “πίσω” απ’ αυτές αλλά “δίπλα” σ’ αυτές. Αυτό σημαίνει το εξής απλό: Η εξουσία θα πρέπει να διατηρεί τον ρόλο της εξουσίας και άρα τον ρόλο του ελεγκτικού οργάνου και όχι τον ρόλο του εργοδότη. Εργοδότης πρέπει να είναι ο επενδυτής, γιατί πρέπει η κατασκευαστική εταιρεία να έχει πραγματικά συγκρουόμενα συμφέροντα με κάποιους και όχι μόνο φαινομενικά με τους “υπηρέτες” του λαού. Το έργο πρέπει να κεφαλαιοποιείται και αυτό είναι που θα πρέπει να μοιράζεται σε μετοχές. Δεν κεφαλαιοποιείς την εταιρεία, ώστε κάποιοι να παριστάνουν επ’ άπειρον τους πλούσιους με τα χρήματα του κόσμου. Κεφαλαιοποιείς το έργο, ώστε κάποιοι να βγάλουν στιγμιαία κέρδος από αυτό, όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή του.
Πώς όμως μπορεί να λειτουργήσει αυτό; Η εξουσία θα διατηρεί τον ρόλο της στον σχεδιασμό, στους διαγωνισμούς, αλλά και στον έλεγχο των διαγωνιζομένων. Θα ορίζει με βάση τη δυναμική της αγοράς ένα κονδύλιο για ένα έργο και στη συνέχεια θα προκηρύσσει μειοδοτικό διαγωνισμό. Οι κατασκευάστριες εταιρείες θα διαγωνίζονται μεταξύ τους και το κράτος με τα αρμόδια όργανά του θα επιλέγει την καλύτερη δυνατή πρόταση. Η διαφορά εδώ είναι η εξής: Η προσφορά της εταιρείας θα είναι το ποσό που θα κληθούν να πληρώσουν οι επενδυτές και στόχος τους θα είναι, μετά την ολοκλήρωση του έργου, να καρπωθούν τη διαφορά μεταξύ αυτής της προσφοράς και του αρχικού κονδυλίου.
Έστω, για παράδειγμα, ότι αποφασίζεται για ένα έργο να χρησιμοποιηθεί κονδύλιο του ενός δισεκατομμυρίου και η προσφορά τής κατασκευαστικής εταιρείας είναι εννιακόσια εκατομμύρια. Αυτά τα χρήματα τα προκαταβάλουν οι επενδυτές, έχοντας ως στόχο ένα κέρδος που, σε συνδυασμό με τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση του έργου, θα κάνει την επένδυσή τους δελεαστικότερη από το μέσο τραπεζικό επιτόκιο. Το κράτος θα παραδώσει τα χρήματα στους επενδυτές να τα μοιραστούν μετά την ολοκλήρωση του έργου και άρα μετά από τον έλεγχο για περίπτωση κακοτεχνίας. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ή οποιοδήποτε λάθος της εταιρείας το χρεώνεται η ίδια, γιατί σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση μειώνεται το προσδοκώμενο κέρδος των επενδυτών. Οι επενδυτές “κυνηγούν” την εταιρεία, γιατί οποιαδήποτε καθυστέρησή της ή κακοτεχνία της θα καθυστερεί την απόδοση των χρημάτων σ’ αυτούς.
Αυτό θ’ αλλάξει το σύνολο της συμπεριφοράς των εταιρειών, αλλά και θα κάνει ελεγχόμενο και διαφανή τον κατασκευαστικό κλάδο. Η εταιρεία δεν μπορεί να “παίζει” ούτε με εικονικές προσφορές, που είναι παρά φύση χαμηλές, αλλά ούτε και μπορεί να ελπίζει σε συνεχείς διορθωτικές κινήσεις. Αυτό γίνεται σήμερα. Οι εταιρείες των “κολλητών” της εξουσίας κάνουν εικονικές προσφορές, που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξοντώνουν τον ανταγωνισμό και λειτουργούν μονοπωλιακά. Επειδή έχουν σχέσεις με την εξουσία, από τη στιγμή που θ’ αναλάβουν τα έργα, εξασφαλίζουν συνεχείς πρόσθετες χρηματοδοτήσεις, που κάνουν το έργο εξαιρετικά ασύμφορο. Επιπλέον δεν βιάζονται να το ολοκληρώσουν, γιατί ο παράγοντας χρόνος και οι αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον λειτουργούν υπέρ τους και όχι εις βάρος τους.
Αν ο επενδυτής είναι εργοδότης τής κατασκευάστριας εταιρείας, όλα αυτά δεν θα συμβαίνουν. Ο χρόνος θα λειτουργεί εις βάρος τους και οι προσφορές τους, αν είναι εικονικές, θα τους στέλνουν στη φυλακή και όχι στα ταμεία του κράτους. Αν σε περίπτωση που οι οικονομικές συνθήκες πράγματι αλλάξουν και δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί το έργο χωρίς εκ νέου χρηματοδότηση και πάλι η τεχνική εταιρεία δεν θα επωφελείται. Θα πληρώνουν τη διαφορά οι επενδυτές κι απλά το κράτος —για τους ίδιους λόγους και χρησιμοποιώντας τα ίδια οικονομικά δεδομένα— θ’ αυξάνει το αρχικό κονδύλιο.
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο κλάδος των κατασκευών θα ήταν θετικός για την κοινωνία και όχι αρνητικός όπως είναι σήμερα. Ο κλάδος αυτός θα γινόταν ένα χρηματιστήριο των φτωχών. Γιατί; Γιατί θα μπορούσαν να επενδύσουν σ’ αυτόν κι αυτοί που απλά έχουν ένα “κομπόδεμα” και δεν μπορούν να επενδύσουν στο πραγματικό κεφάλαιο μέσα στο χρηματιστήριο. Τα έργα δεν κατασκευάζονται επ’ άπειρον. Τα περισσότερα μπορούν να ολοκληρωθούν μέσα σε κάποιους λίγους μήνες. Ο φτωχός μπορεί να “κλείσει” τα χρήματά του για μερικούς μήνες και να εισπράξει στο τέλος κέρδος κεφαλαίου. Τα χρήματα του κράτους —που ανήκουν στον κόσμο— θα επιστρέφουν μέσω αυτής της διαδικασίας κατά ένα ποσοστό τους στον κόσμο κι επιπλέον θα προσφέρουν στην απασχόληση. Αυτά τα χρήματα δεν θα γίνονται λουλούδια στα μπουζούκια και Mercedes, όπως γίνεται σήμερα με τους κλέφτες μηχανικούς, που γίνονται πλούσιοι με τα χρήματα του κόσμου.
Όλα αυτά βέβαια προτείνονται για έργα που δεν μπορούν να λειτουργήσουν τα ίδια ως κεφάλαιο, όπως συμβαίνει με έργα που μπορούν να αποδίδουν επ’ άπειρον κέρδος και να είναι εκμεταλλεύσιμα. Τέτοια έργα είναι, για παράδειγμα, τα αεροδρόμια, οι αυτοκινητόδρομοι κλπ.. Η διαδικασία που προτείνουμε γι’ αυτού του είδους τα έργα είναι όμοια με την προηγούμενη, αλλά αλλάζουν τα δεδομένα χρηματοδότησης κι εκμετάλλευσης. Το κράτος είναι και πάλι αυτό που θα θέσει τις προδιαγραφές και θα ελέγξει τους διαγωνιζόμενους. Το κράτος θα είναι αυτό που θα δώσει τα δικαιώματα της εκμετάλλευσης αυτού του έργου. Από εκεί και πέρα η χρηματοδότηση θα γίνεται εξ ολοκλήρου από τον ιδιωτικό τομέα.
Όπως κάποιος ξεκινάει να χτίζει το εργοστάσιό του, έχοντας γνώση των προσδοκώμενων κερδών, έτσι θα γίνεται και στην περίπτωση αυτήν. Θα ξεκινάει ένας μεγάλος κεφαλαιοκράτης ή μια ομάδα κεφαλαιοκρατών το μεγάλο έργο και στην πορεία θα ζητάει χρήματα από το επενδυτικό κοινό. Αυτό το κοινό θα το πείθει για την απόδοση της επένδυσής του κι αυτό το κοινό θα γνωρίζει με ποιο τρόπο έχει εξασφαλίσει ο κεφαλαιοκράτης τη θετική οικονομική απόδοση αυτού του έργου. Θα συμβαίνει δηλαδή η ίδια διαδικασία που συμβαίνει κάθε φορά που μια νέα εταιρεία εισάγεται στο χρηματιστήριο. Από εκεί και πέρα, όπως μπαίνει ένα εργοστάσιο στο χρηματιστήριο, για τους ίδιους λόγους θα μπαίνει κι ένα αεροδρόμιο ή ένας αυτοκινητόδρομος. Οι διοικήσεις αυτών των επιχειρήσεων θα μεριμνούν για την κερδοφορία αυτού του έργου, όπως μεριμνά η κάθε διοίκηση επιχειρήσεως. Απλά, επειδή το έργο είναι κοινωφελές και πιθανόν να έχει στρατηγική σημασία, είναι δεδομένο ότι η εκμετάλλευσή του θα κινείται μέσα σ’ ένα ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο, χωρίς αυτό να σημαίνει κηδεμονία του δημοσίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο: